-
1 установка
1. (оборудование) η εγκατάσταση, η διάταξη, η συσκευήτο μηχάνημαο μηχανισμόςбортовая - του σκάφους (πλοίου, αεροσκάφους)водоочистная - επεξεργασίας/καθαρισμού του ύδατοςводоподготовительная - см. водоочистнаягребная мор. - πρόωσηςопреснительная - см. обессоливающаяоросительная - του ποτίσματος/ψεκασμούпусковая косм. - εκτόξευσηςтормозная - το σύστημα πέ-δης/φρεναρίσματοςхолодильная - ψυκτική -, το ψυγείο2. (процесс монтажа) η εγκατάσταση, η τοποθέτηση, η προσαρμογή 3. (регулировка величины по прибору) η ρύθμισηη επιδίωξη, η εντολή, η οδηγία5. физиол. η προσαρμογή (του οργανισμού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > установка
-
2 антенна
η κεραίαтелевизионная - της τηλεόρασης, τηλεοπτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > антенна
-
3 обшивка
1. (материал) η επένδυση, το υλικό της επένδυσηςбортовая - мор. τα ελάσματα της πλευράς, τα πλευρικά ελάσματαбортовая - в районе переменных ватерлиний мор. τα ελάσματα πλευράς της περιοχής των ισάλωνднищевая - мор. τα ελάσματα του πυθμέναнаружная - мор. εξωτερική -, τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματοςнаружная - судна мор. τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματος του σκάφους2. (процесс) η επικάλυψη, η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обшивка